νιώνω

νιώνω
(I)
και νοιώνω
νιώθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ένιωσα < ἐνόησα, αόρ. τού νοῶ. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το συνθ. μετανιώνω*].
————————
(II)
νιώνω και νιώννω (Μ)
1. (για φωτιά) αναζωπυρώνω ή αναζωπυρώνομαι
2. μτφ. είμαι νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. νεῶ (II) «ανανεώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νιώνω — βλ. νιώθω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετανιώνω — και μετανοιώνω (Μ μετανιώνω και μετανών[ν]ω) 1. μεταμελούμαι, μετανοώ 2. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω απόφαση 3. αλλαξοπιστώ (4. φρ. α) «θα τό μετανιώσεις» και «θέλεις τὸ μετανώσει(ν)» λέγεται ως απειλητική πρόβλεψη β) «κι οπού τό μετανιώσει» ως… …   Dictionary of Greek

  • νιώσμα — το [νιώνω] αίνιγμα …   Dictionary of Greek

  • νοιώνω — βλ. νιώνω (Ι) …   Dictionary of Greek

  • ξανά — (Μ ἄξανα και ξάνα) επίρρ. πάλι, εκ νέου νεοελλ. φρ. «ξανά και ξανά» επανειλημμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, ξεκινώντας από ρήματα συνθ. με τις προθέσεις ἐξ + ἀνά (πρβλ. ἐξ ανα στρέφω > ξανα στρέφω, ἐξ ανα ζώ… …   Dictionary of Greek

  • νιώθω — και νιώνω ένιωσα 1. καταλαβαίνω με τις αισθήσεις, αισθάνομαι: Και η θάλασσα η πλατιά, δίχως μάτια δίχως φτιά, όταν νιώσει το αργό μου βήμα, ησυχάζει πια το κύμα (Βιζυηνός). 2. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: Του μιλάς και δε νιώθει τι του λες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”